- πολύτριχος
- -η, -ο / πολύτριχος, -ον, ΝΜΑ, πολύθριξ, -τριχος, ΜΑ1. αυτός που έχει πολλές τρίχες, ο δασύτριχος2. το ουδ. ως ουσ. το πολύτριχοείδος φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό γένος φυλλόβρυων βρυοφύτων το οποίο ανήκει στην τάξη βρυώδη και περιλαμβάνει 70-220 δίοικα είδη ανθεκτικών ή πολύ ανθεκτικών μικρών φυτών ύψους έως 15 εκατοστομέτρων, τα οποία σχηματίζουν τάπητες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. δασύ-τριχος].
Dictionary of Greek. 2013.